- σχολιανός
- και σκολιανός, -ή, -ό, Ν1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σχόλη, στη γιορτή («σχολιανά κεράσματα»)2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σχολιανάτα γιορτινά ενδύματα3. φρ. α) «ακούω τα σχολιανά μου» — γίνομαι αντικείμενο αυστηρής επίκρισης, μέ κατσαδιάζουνβ) «τού ψάλλω τα σχολιανά» — επιτιμώ, επικρίνω κάποιον πολύ αυστηρά.[ΕΤΥΜΟΛ. < σχόλη + κατάλ. -ιανός (πρβλ. Χριστ-ιανός)].
Dictionary of Greek. 2013.