σχολιανός

σχολιανός
και σκολιανός, -ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σχόλη, στη γιορτή («σχολιανά κεράσματα»)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σχολιανά
τα γιορτινά ενδύματα
3. φρ. α) «ακούω τα σχολιανά μου» — γίνομαι αντικείμενο αυστηρής επίκρισης, μέ κατσαδιάζουν
β) «τού ψάλλω τα σχολιανά» — επιτιμώ, επικρίνω κάποιον πολύ αυστηρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχόλη + κατάλ. -ιανός (πρβλ. Χριστ-ιανός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σχολιανός — σχολιανός, ή, ό και σκολιανός, ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στη σκόλη, γιορτάσιμος: Έβαλε τα σχολιανά του ρούχα. 2. φρ., «Άκουσε τα σκολιανά του», επικρίθηκε πολύ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκολιανός — ή, ό, Ν βλ. σχολιανός …   Dictionary of Greek

  • σχολή — Ημιορεινός οικισμός (11 κάτ., υψόμ. 200), στην επαρχία Άνδρου του νομού Κυκλάδων. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Άνω Γαυρίου. * * * η, ΝΜΑ το ίδρυμα όπου παραδίδονται μαθήματα, σχολείο («Κυρηναϊκή Σχολή» φιλοσοφική σχολή που ιδρύθηκε από τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”